- ῥόθου
- ῥόθοςrushing noisemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρόθος — ὁ, Α 1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.) 2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.) 3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος»,… … Dictionary of Greek